Δείτε επίσης: πάγος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πᾶγος οἱ πᾶγοι
      γενική τοῦ πάγου τῶν πάγων
      δοτική τῷ πάγ τοῖς πάγοις
    αιτιατική τὸν πᾶγον τοὺς πάγους
     κλητική ! πᾶγε πᾶγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πάγω
γεν-δοτ τοῖν  πάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πᾶγος < λατινική pagus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πᾶγος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)