• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θρόμβος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Σύνθετα
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρόμβος οι θρόμβοι
      γενική του θρόμβου των θρόμβων
    αιτιατική τον θρόμβο τους θρόμβους
     κλητική θρόμβε θρόμβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θρόμβος < αρχαία ελληνική

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθɾoɱ.vos/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρόμβος αρσενικό

  1. σταγόνα αίματος που έχει πήξει
  2. (ιατρική) συγκεντρωμένο πηγμένο αίμα που σχηματίζει όγκο στο εσωτερικό ενός αγγείου ή της καρδιάς

Συγγενικά

επεξεργασία
  • θρομβίνη
  • θρομβούμαι
  • θρομβώδης
  • θρόμβωση
  • θρομβωτικός

Σύνθετα

επεξεργασία
  • αντιθρομβίνη
  • αντιθρομβωτικός
  • θρομβεκτομή
  • θρομβοκύτταρο
  • θρομβοκυττάρωση
  • θρομβολυτικό
  • θρομβολυτικός
  • θρομβοπενία
  • θρομβοστατικός
  • θρομβοφλεβίτιδα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    θρόμβος
  • αγγλικά : clot (en)
  • γαλλικά : caillot (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θρόμβος&oldid=7174039"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Ιουνίου 2025, στις 05:06

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Ιουνίου 2025, στις 05:06. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας