θρομβοστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρομβοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: thrombostatic < αρχαία ελληνική θρόμβος + ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασίαθρομβοστατικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θρομβοστατικός
|