Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρομβοστατικός η θρομβοστατική το θρομβοστατικό
      γενική του θρομβοστατικού της θρομβοστατικής του θρομβοστατικού
    αιτιατική τον θρομβοστατικό τη θρομβοστατική το θρομβοστατικό
     κλητική θρομβοστατικέ θρομβοστατική θρομβοστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρομβοστατικοί οι θρομβοστατικές τα θρομβοστατικά
      γενική των θρομβοστατικών των θρομβοστατικών των θρομβοστατικών
    αιτιατική τους θρομβοστατικούς τις θρομβοστατικές τα θρομβοστατικά
     κλητική θρομβοστατικοί θρομβοστατικές θρομβοστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρομβοστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: thrombostatic < αρχαία ελληνική θρόμβος + ἵστημι

  Επίθετο επεξεργασία

θρομβοστατικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία