Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιθρομβωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιθρομβωτικ
ός
η
αντιθρομβωτικ
ή
το
αντιθρομβωτικ
ό
γενική
του
αντιθρομβωτικ
ού
της
αντιθρομβωτικ
ής
του
αντιθρομβωτικ
ού
αιτιατική
τον
αντιθρομβωτικ
ό
την
αντιθρομβωτικ
ή
το
αντιθρομβωτικ
ό
κλητική
αντιθρομβωτικ
έ
αντιθρομβωτικ
ή
αντιθρομβωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιθρομβωτικ
οί
οι
αντιθρομβωτικ
ές
τα
αντιθρομβωτικ
ά
γενική
των
αντιθρομβωτικ
ών
των
αντιθρομβωτικ
ών
των
αντιθρομβωτικ
ών
αιτιατική
τους
αντιθρομβωτικ
ούς
τις
αντιθρομβωτικ
ές
τα
αντιθρομβωτικ
ά
κλητική
αντιθρομβωτικ
οί
αντιθρομβωτικ
ές
αντιθρομβωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιθρομβωτικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
antithrombotic
<
ελληνιστική κοινή
ἀντί
+
θρομβόομαι
/
θρομβοῦμαι
<
αρχαία ελληνική
θρόμβος
Επίθετο
επεξεργασία
αντιθρομβωτικός
, -ή, -ό
που αποτρέπει την
πήξη
ή τη δημιουργία
θρόμβων
στο
αίμα
Συνώνυμα
επεξεργασία
αντιπηκτικός
θρομβοστατικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιθρομβωτικός
αγγλικά
:
anticoagulant
(en)
,
antithrombotic
(en)
γαλλικά
:
anticoagulant
(fr)