Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιθρομβωτικά < αντιθρομβωτικό ως ουσιαστικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιθρομβωτικά ουδέτερο στον πληθυντικό

  • κατηγορία σκευασμάτων που αποτρέπουν την παθολογική πήξη του αίματος ή τη δημιουργία θρόμβων σε αυτό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιθρομβωτικά