Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιθρομβωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο επιθέτου αντιθρομβωτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιθρομβωτικό ουδέτερο

  1. φάρμακο που αποτρέπει την πήξη ή τη δημιουργία θρόμβων στο αίμα
    Ο γιατρός πρέπει να σου γράψει άλλο, πιο ισχυρό αντιθρομβωτικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιθρομβωτικό