↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιπηκτικό τα αντιπηκτικά
      γενική του αντιπηκτικού των αντιπηκτικών
    αιτιατική το αντιπηκτικό τα αντιπηκτικά
     κλητική αντιπηκτικό αντιπηκτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπηκτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιπηκτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντιπηκτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αντιπηκτικό