anticoagulant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαanticoagulant (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαanticoagulant (en)
- το αντιπηκτικό ή αντιθρομβωτικό φάρμακο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | anticoagulant | anticoagulants |
θηλυκό | anticoagulante | anticoagulantes |
anticoagulant (fr) αρσενικό