↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπηκτικός η αντιπηκτική το αντιπηκτικό
      γενική του αντιπηκτικού της αντιπηκτικής του αντιπηκτικού
    αιτιατική τον αντιπηκτικό την αντιπηκτική το αντιπηκτικό
     κλητική αντιπηκτικέ αντιπηκτική αντιπηκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπηκτικοί οι αντιπηκτικές τα αντιπηκτικά
      γενική των αντιπηκτικών των αντιπηκτικών των αντιπηκτικών
    αιτιατική τους αντιπηκτικούς τις αντιπηκτικές τα αντιπηκτικά
     κλητική αντιπηκτικοί αντιπηκτικές αντιπηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπηκτικός < ἀντιπηκτικός < αντί + πηκτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπηκτικός

  • παράγοντας που αποτρέπει την πήξη υλικών ή τη δημιουργία θρόμβων

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία