Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρομβίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θρομβίν
η
οι
θρομβίν
ες
γενική
της
θρομβίν
ης
των
θρομβιν
ών
αιτιατική
τη
θρομβίν
η
τις
θρομβίν
ες
κλητική
θρομβίν
η
θρομβίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θρομβίνη
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
thrombin
<
αρχαία ελληνική
θρόμβος
<
τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θρομβίνη
θηλυκό
(
βιοχημεία
)
ένζυμο
στο
αίμα
που συμβάλλει στον σχηματισμό της
βάσης
του
αιματικού
θρόμβου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θρόμβος
και
τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρομβίνη
αγγλικά
:
thrombin
(en)
πολωνικά
:
trombina
(pl)