↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρομβολυτικό τα θρομβολυτικά
      γενική του θρομβολυτικού των θρομβολυτικών
    αιτιατική το θρομβολυτικό τα θρομβολυτικά
     κλητική θρομβολυτικό θρομβολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρομβολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρομβολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρομβολυτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

θρομβολυτικό