Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θρομβολυτικό τα θρομβολυτικά
      γενική του θρομβολυτικού των θρομβολυτικών
    αιτιατική το θρομβολυτικό τα θρομβολυτικά
     κλητική θρομβολυτικό θρομβολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρομβολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θρομβολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θρομβολυτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θρομβολυτικό