↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρομβεκτομή οι θρομβεκτομές
      γενική της θρομβεκτομής των θρομβεκτομών
    αιτιατική τη θρομβεκτομή τις θρομβεκτομές
     κλητική θρομβεκτομή θρομβεκτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρομβεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thrombectomy < thromb- + -ectomy (αρχαία ελληνικά θρόμβος + ελληνιστική κοινή ἐκτομή) θρόμβ(ος) + -εκτομή[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρομβεκτομή θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική ενδαρτηριακή μέθοδος απόφραξης αρτηριών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)