Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγωμάρα οι παγωμάρες
      γενική της παγωμάρας
    αιτιατική την παγωμάρα τις παγωμάρες
     κλητική παγωμάρα παγωμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παγωμάρα < πάγωμα + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παγωμάρα θηλυκό

  1. η παγωνιά
  2. (μεταφορικά) τρόμος, αίσθηση πολύ μεγάλου φόβου από πρόσφατο ή επικείμενο γεγονός που ακινητοποιεί (παγώνει) τον άνθρωπο και δεν μπορεί να αντιδράσει
  3. (μεταφορικά) πολύ ψυχρή ατμόσφαιρα σε διαπροσωπικές σχέσεις, απουσία κονωνικής επαφής
  4. (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλείται από ένα αποτυχημένο ("κρύο") αστείο

  Μεταφράσεις επεξεργασία