Ετυμολογία

επεξεργασία
solid < παλαιά γαλλική solide < λατινική solidus < solum (γη)

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός solid
συγκριτικός solider / more solid
υπερθετικός solidest / most solid

solid (en)

  1. στερεός, σκληρός· όχι σε μορφή υγρού ή αερίου
    ⮡  solid fuels - στερεά καύσιμα
    ⮡  solid food - στερεά τροφή
    ⮡  I’m stepping on solid ground.
    Πατάω σε στέρεο έδαφος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hard
  2. συμπαγής, ατόφιος, χωρίς τρύπες ή κενά μέσα
    ⮡  The engineers had to tunnel through solid rock.
    Οι μηχανικοί έπρεπε να ανοίξουν τούνελ μέσα από συμπαγή βράχο.
  3. ικανοποιητικός, σίγουρα καλό αλλά ίσως όχι εξαιρετικό ή ιδιαίτερο
    ⮡  It wasn’t anything extraordinary but it was solid.
    Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  4. (ανεπίσημο) ολόκληρος, χωρίς διάλειμμα· συνέχεια
    ⮡  I waited a solid hour.
    Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solid solids

solid (en)

  1. το στερεό, στερεό σώμα· όχι υγρό ή αέριο
    ⮡  Solids under normal conditions of pressure and temperature have a constant shape and volume.
    Τα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο.
  2. (γεωμετρία) το στερεό