solid
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | solid |
συγκριτικός | solider / more solid |
υπερθετικός | solidest / most solid |
solid (en)
- στερεός, σκληρός· όχι σε μορφή υγρού ή αερίου
- συμπαγής, ατόφιος, χωρίς τρύπες ή κενά μέσα
- ⮡ The engineers had to tunnel through solid rock.
- Οι μηχανικοί έπρεπε να ανοίξουν τούνελ μέσα από συμπαγή βράχο.
- ⮡ The engineers had to tunnel through solid rock.
- ικανοποιητικός, σίγουρα καλό αλλά ίσως όχι εξαιρετικό ή ιδιαίτερο
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was solid.
- Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was solid.
- (ανεπίσημο) ολόκληρος, χωρίς διάλειμμα· συνέχεια
- ⮡ I waited a solid hour.
- Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.
- ⮡ I waited a solid hour.