Ετυμολογία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός solid
συγκριτικός solider / more solid
υπερθετικός solidest / most solid

solid (en)

  1. στερεός, σκληρός· όχι σε μορφή υγρού ή αερίου
      solid fuels - στερεά καύσιμα
      solid food - στερεά τροφή
      I’m stepping on solid ground.
    Πατάω σε στέρεο έδαφος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hard
  2. συμπαγής, ατόφιος, χωρίς τρύπες ή κενά μέσα
      The engineers had to tunnel through solid rock.
    Οι μηχανικοί έπρεπε να ανοίξουν τούνελ μέσα από συμπαγή βράχο.
  3. ικανοποιητικός, σίγουρα καλό αλλά ίσως όχι εξαιρετικό ή ιδιαίτερο
      It wasn’t anything extraordinary but it was solid.
    Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη satisfactory
  4. (ανεπίσημο) ολόκληρος, χωρίς διάλειμμα· συνέχεια
      I waited a solid hour.
    Περίμενα μια ολόκληρη ώρα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solid solids

solid (en)

  1. το στερεό, στερεό σώμα· όχι υγρό ή αέριο
      Solids under normal conditions of pressure and temperature have a constant shape and volume.
    Τα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο.
  2. (γεωμετρία) το στερεό