Ετυμολογία

επεξεργασία
solum < πρωτο-ινδοευρωπαϊκή *swol-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
solum, ουδέτερο του solus

solum (la)

 δείτε τη λέξη  solus

Ετυμολογία

επεξεργασία
sōlum < solus

Επίρρημα

επεξεργασία
sōlum
  1. μόνο

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • non solum... sed etiam... - όχι μόνο... αλλά και...