Δείτε επίσης: ὁμοιογένεια, ομογένεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιογένεια οι ομοιογένειες
      γενική της ομοιογένειας των ομοιογενειών
    αιτιατική την ομοιογένεια τις ομοιογένειες
     κλητική ομοιογένεια ομοιογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ομοιογένεια θηλυκό

  • η ιδιότητα ενός συνόλου ή μείγματος να είναι ομοιογενές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία