ομοιογένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιογένεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμοιογένεια (ομοιότητα φυλής, είδους) < αρχαία ελληνική ὁμοιογενής (< ὅμοιος + γένος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική homogénéité με τροπή του ομο- (homo-) σε ομοιο- + -γένεια. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοιογένεια θηλυκό
- η ιδιότητα ενός συνόλου ή μείγματος να είναι ομοιογενές
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ομοιογενής, όμοιος και γίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοιογένεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ομοιογένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας