Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ʒe.ne.i.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
homogénéité homogénéités

homogénéité (fr) θηλυκό