Ετυμολογία

επεξεργασία

ἀπέραντος < στερητικό α- + πέρας

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπέραντος

  1. που δεν έχει τέλος, άκρη
  2. που δεν έχει τελειώσει, ολοκληρωθεί