Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεπιτήδειος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀνεπιτήδειος
,
ανεπιτήδευτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεπιτήδει
ος
η
ανεπιτήδει
α
το
ανεπιτήδει
ο
γενική
του
ανεπιτήδει
ου
της
ανεπιτήδει
ας
του
ανεπιτήδει
ου
αιτιατική
τον
ανεπιτήδει
ο
την
ανεπιτήδει
α
το
ανεπιτήδει
ο
κλητική
ανεπιτήδει
ε
ανεπιτήδει
α
ανεπιτήδει
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεπιτήδει
οι
οι
ανεπιτήδει
ες
τα
ανεπιτήδει
α
γενική
των
ανεπιτήδει
ων
των
ανεπιτήδει
ων
των
ανεπιτήδει
ων
αιτιατική
τους
ανεπιτήδει
ους
τις
ανεπιτήδει
ες
τα
ανεπιτήδει
α
κλητική
ανεπιτήδει
οι
ανεπιτήδει
ες
ανεπιτήδει
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεπιτήδειος
<
αρχαία ελληνική
ἀνεπιτήδειος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεπιτήδειος, -α, -ο
που δεν τα
καταφέρνει
καλά
σε κάτι, δεν είναι
επιτήδειος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αδέξιος
ακατάλληλος
Αντώνυμα
επεξεργασία
επιτήδειος
κατάλληλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεπιτήδειος
αγγλικά
:
awkward
(en)
,
unskilful
(en)