Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνεπιτήδειος τὸ ἀνεπιτήδειον οἱ, αἱ ἀνεπιτήδειοι τὰ ἀνεπιτήδεια
Γενική τοῦ, τῆς ἀνεπιτηδείου τοῦ ἀνεπιτηδείου τῶν ἀνεπιτηδείων τῶν ἀνεπιτηδείων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνεπιτηδείῳ τῷ ἀνεπιτηδείῳ τοῖς, ταῖς ἀνεπιτηδείοις τοῖς ἀνεπιτηδείοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνεπιτήδειον τὸ ἀνεπιτήδειον τοὺς, τὰς ἀνεπιτηδείους τὰ ἀνεπιτήδεια
Κλητική ἀνεπιτήδειε ἀνεπιτήδειον ἀνεπιτήδειοι ἀνεπιτήδεια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνεπιτηδείω
Γενική-Δοτική ἀνεπιτηδείοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεπιτήδειος < ἀν- + ἐπιτήδειος < ἐπιτηδές

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνεπιτήδειος

  1. άχρηστος
  2. ακατάλληλος
  3. βλαβερός
  4. εχθρικός, δυσμενής