Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανίσχυρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀνίσχυρος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Συγγενικές λέξεις
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανίσχυρ
ος
η
ανίσχυρ
η
το
ανίσχυρ
ο
γενική
του
ανίσχυρ
ου
της
ανίσχυρ
ης
του
ανίσχυρ
ου
αιτιατική
τον
ανίσχυρ
ο
την
ανίσχυρ
η
το
ανίσχυρ
ο
κλητική
ανίσχυρ
ε
ανίσχυρ
η
ανίσχυρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανίσχυρ
οι
οι
ανίσχυρ
ες
τα
ανίσχυρ
α
γενική
των
ανίσχυρ
ων
των
ανίσχυρ
ων
των
ανίσχυρ
ων
αιτιατική
τους
ανίσχυρ
ους
τις
ανίσχυρ
ες
τα
ανίσχυρ
α
κλητική
ανίσχυρ
οι
ανίσχυρ
ες
ανίσχυρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ανίσχυρος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀνίσχυρος
<
αρχαία ελληνική
ἰσχυρός
<
ἰσχύς
Επίθετο
Επεξεργασία
ανίσχυρος, -η, -ο
που δεν έχει
ισχύ
(
νομικός όρος
)
άκυρος
Συνώνυμα
Επεξεργασία
αδύναμος
Αντώνυμα
Επεξεργασία
δυνατός
ισχυρός
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
ανίσχυρα
→
δείτε
τις λέξεις
ισχυρός
και
ισχύς
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ανίσχυρος
αγγλικά
:
powerless
(en)
(1),
invalid
(en)
(2)
γαλλικά
:
impuissant
(fr)
,
faible
(fr)
,
faiblard
(fr)
,
nul
(fr)