ανίσχυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανίσχυρος < (ελληνιστική κοινή) ἀνίσχυρος < αρχαία ελληνική ἰσχυρός < ἰσχύς
Επίθετο
επεξεργασία
ανίσχυρος, -η, -ο
- που δεν έχει ισχύ
- (νομικός όρος) άκυρος