impuissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impuissant | impuissants |
θηλυκό | impuissante | impuissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαimpuissant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impuissant | impuissants |
θηλυκό | impuissante | impuissantes |
impuissant (fr)