Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στεναχωρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στεναχωρημέν
ος
η
στεναχωρημέν
η
το
στεναχωρημέν
ο
γενική
του
στεναχωρημέν
ου
της
στεναχωρημέν
ης
του
στεναχωρημέν
ου
αιτιατική
τον
στεναχωρημέν
ο
τη
στεναχωρημέν
η
το
στεναχωρημέν
ο
κλητική
στεναχωρημέν
ε
στεναχωρημέν
η
στεναχωρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στεναχωρημέν
οι
οι
στεναχωρημέν
ες
τα
στεναχωρημέν
α
γενική
των
στεναχωρημέν
ων
των
στεναχωρημέν
ων
των
στεναχωρημέν
ων
αιτιατική
τους
στεναχωρημέν
ους
τις
στεναχωρημέν
ες
τα
στεναχωρημέν
α
κλητική
στεναχωρημέν
οι
στεναχωρημέν
ες
στεναχωρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στεναχωρημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
στεναχωριέμαι
Μετοχή
επεξεργασία
στεναχωρημένος, -η, -ο
άλλη μορφή
του
στενοχωρημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στεναχωρημένος
→
δείτε
τη λέξη
στενοχωρημένος