στενοχωρίη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στενοχωρίη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στενοχωρίη θηλυκό
- ιωνικός τύπος του στενοχωρία
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
- Τοῖσι δὲ ἄῤῥεσι καὶ ἡ στενοχωρίη καὶ ἡ πυκνότης τοῦ σώματος μέγα συμβάλλεται μὴ εἶναι μεγάλας τὰς ἀδένας·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀδένων, (De glandulis), 16, p. 572, @scaife.perseus
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη στενοχωρία
Πηγές επεξεργασία
- στενοχωρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στενοχωρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.