σκουληκοφαγωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίασκουληκοφαγωμένος
- που έχει φαγωθεί από σκουλήκια, που τον έχουν καταστρέψει
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκουληκοφαγωμένος
|