σκωληκόβρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκωληκόβρωτος < ελληνιστική κοινή σκωληκόβρωτος < αρχαία ελληνική σκώληξ + βιβρώσκω
Επίθετο επεξεργασία
σκωληκόβρωτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκωληκόβρωτος
|
σκωληκόβρωτος, -η, -ο
|