σκωληκοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | σκωληκοφάγος | το | σκωληκοφάγο | ||
γενική | του/της | σκωληκοφάγου | του | σκωληκοφάγου | ||
αιτιατική | τον/τη | σκωληκοφάγο | το | σκωληκοφάγο | ||
κλητική | σκωληκοφάγε | σκωληκοφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | σκωληκοφάγοι | τα | σκωληκοφάγα | ||
γενική | των | σκωληκοφάγων | των | σκωληκοφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | σκωληκοφάγους | τα | σκωληκοφάγα | ||
κλητική | σκωληκοφάγοι | σκωληκοφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκωληκοφάγος < σκώληκ(ος) + -ο- + -φάγος
Επίθετο
επεξεργασίασκωληκοφάγος, -ος, -ο
- που τρώει σκουλήκια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκωληκοφάγος
|