Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαγώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαγώσιμ
ος
η
φαγώσιμ
η
το
φαγώσιμ
ο
γενική
του
φαγώσιμ
ου
της
φαγώσιμ
ης
του
φαγώσιμ
ου
αιτιατική
τον
φαγώσιμ
ο
τη
φαγώσιμ
η
το
φαγώσιμ
ο
κλητική
φαγώσιμ
ε
φαγώσιμ
η
φαγώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαγώσιμ
οι
οι
φαγώσιμ
ες
τα
φαγώσιμ
α
γενική
των
φαγώσιμ
ων
των
φαγώσιμ
ων
των
φαγώσιμ
ων
αιτιατική
τους
φαγώσιμ
ους
τις
φαγώσιμ
ες
τα
φαγώσιμ
α
κλητική
φαγώσιμ
οι
φαγώσιμ
ες
φαγώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαγώσιμος
, σύνθετη λέξη <
φαγω-
(
από το ρήμα
φαγώνομαι
) + επίθημα
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
φαγώσιμος, -η, -ο
που είναι κατάλληλος για
βρώση
, που
τρώγεται
, που μπορεί να
φαγωθεί
, ο
εδώδιμος
Υπάρχει τίποτα φαγώσιμο στο σπίτι; Πεινάω!
Συνώνυμα
επεξεργασία
εδώδιμος
βρώσιμος
Συγγενικά
επεξεργασία
φαγώσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαγώσιμος
αγγλικά
:
eatable
(en)
,
comestible
(en)
,
edible
(en)
,
esculent
(en)
γαλλικά
:
comestible
(fr)
,
mangeable
(fr)
γερμανικά
:
eßbar
(de)
ισπανικά
:
comestible
(es)
ιταλικά
:
mangiabile
(it)
,
commestibile
(it)
ρωσικά
:
съедобный
(ru)
τσεχικά
:
jedlý
(cs)
,
poživatelný
(cs)