φαγώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
φαγώσιμος, -η, -ο
- που είναι κατάλληλος για βρώση, που τρώγεται, που μπορεί να φαγωθεί, ο εδώδιμος
- Υπάρχει τίποτα φαγώσιμο στο σπίτι; Πεινάω!