Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

eatable (en)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

eatable (en)

  1. οτιδήποτε φαγώσιμο
  2. (στον πληθυντικό) τα φαγώσιμα, η τροφή