φαγώσιμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαγώσιμα < πληθυντικός ουδετέρου του επιθέτου φαγώσιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαγώσιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα τρόφιμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαγώσιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φαγώσιμο