légume
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
légume | légumes |
légume (fr) αρσενικό
- το λαχανικό, το ζαρζαβατικό
- (μεταφορικά) (οικείο) βαριά άρρωστος, ανθρώπινο φυτό
Εκφράσεις
επεξεργασία- une grosse légume - προσωπικότητα, άνθρωπος επιρροής