ενικός         πληθυντικός  
vegetable vegetables

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vegetable (en)

  1. το λαχανικό
  2. (μεταφορικά) φυτό (άνθρωπος σε κατάσταση φυτού, λόγω εγκεφαλικής βλάβης)