vegetable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vegetable | vegetables |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαvegetable (en)
- το λαχανικό
- (μεταφορικά) φυτό (άνθρωπος σε κατάσταση φυτού, λόγω εγκεφαλικής βλάβης)
ενικός | πληθυντικός |
vegetable | vegetables |
vegetable (en)