χουλιάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χουλιάρι | τα | χουλιάρια |
γενική | του | χουλιαριού | των | χουλιαριών |
αιτιατική | το | χουλιάρι | τα | χουλιάρια |
κλητική | χουλιάρι | χουλιάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουλιάρι < (ελληνιστική κοινή) κοχλιάριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουλιάρι ουδέτερο
- (κουζινικά, ιδιωματικό) το κουτάλι της σούπας (και του γλυκού, χουλιαράκι), ενώ το πολύ μεγάλο, χουλιάρα