Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοχλιάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη κοχλιάριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοχλιάριον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κοχλιάριον τὰ κοχλιάρι
      γενική τοῦ κοχλιαρίου τῶν κοχλιαρίων
      δοτική τῷ κοχλιαρί τοῖς κοχλιαρίοις
    αιτιατική τὸ κοχλιάριον τὰ κοχλιάρι
     κλητική ! κοχλιάριον κοχλιάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοχλιαρίω
γεν-δοτ τοῖν  κοχλιαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοχλιάριον < *κοχλί(ον) + -άριον. Υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κόχλος. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοχλιάριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

ΑΠΟΓΟΝΟΙ: επεξεργασία

κοχλιάριον (ελληνιστική κοινή)

μεσαιωνικά ελληνικά: κοχλιάριον
νέα ελληνικά: χουλιάρι - για το κοχλιάριο → δείτε το λατινικό cochlear.
κυπριακά: χουλιάριν, χουλιαρούιν (το κουτάλι: κουταλούιν)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία