Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λίστρον τὰ λίστρ
      γενική τοῦ λίστρου τῶν λίστρων
      δοτική τῷ λίστρ τοῖς λίστροις
    αιτιατική τὸ λίστρον τὰ λίστρ
     κλητική ! λίστρον λίστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λίστρω
γεν-δοτ τοῖν  λίστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λίστρον, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λίστρον ουδέτερο

  1. εργαλείο για εξομάλυνση, λείανση ή γυάλισμα μιας επιφάνειας
  2. φτυάρι

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία