λίστρον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λίστρον | τὰ | λίστρᾰ |
γενική | τοῦ | λίστρου | τῶν | λίστρων |
δοτική | τῷ | λίστρῳ | τοῖς | λίστροις |
αιτιατική | τὸ | λίστρον | τὰ | λίστρᾰ |
κλητική ὦ! | λίστρον | λίστρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίστρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λίστροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λίστρον, ήδη ομηρικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λίστρον ουδέτερο
- εργαλείο για εξομάλυνση, λείανση ή γυάλισμα μιας επιφάνειας
- φτυάρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λίστρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λίστρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.