λίστρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λίστρος | οἱ | λίστροι | ||||
γενική | τοῦ | λίστρου | τῶν | λίστρων | ||||
δοτική | τῷ | λίστρῳ | τοῖς | λίστροις | ||||
αιτιατική | τὸν | λίστρον | τοὺς | λίστρους | ||||
κλητική ὦ! | λίστρε | λίστροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λίστρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λίστροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λίστρος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λίστρον (ουδέτερο) με αλλαγή γένους
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίστρος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του λίστρον
- s.v. Μίκκος - ΕΜ.587.43 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- λίστρος ὁ ξυστήρ
- s.v. Μίκκος - ΕΜ.587.43 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Στα νέα ελληνικά: λίστρο (λόγιο, ουδέτερο)[1]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- λίστρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.