κοχλιάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοχλιάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.xliˈa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐χλι‐ά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοχλιάριο ουδέτερο
- (λόγιο, εργαλείο) τεχνικό, χειρουργικό ή ειδικό εργαλείο με σχήμα κουταλιού
- (λόγιο, παρωχημένο) κουτάλι, κουταλάκι → δείτε μεσαιωνικό κοχλιάριον
- ※ […] εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κοχλίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ειδικό εργαλείο με σχήμα κουταλικού
|
Πηγές
επεξεργασία- κοχλιάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κοχλιάριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)