↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοχλιάριο τα κοχλιάρια
      γενική του κοχλιαρίου
κοχλιάριου
των κοχλιαρίων
    αιτιατική το κοχλιάριο τα κοχλιάρια
     κλητική κοχλιάριο κοχλιάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοχλιάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.xliˈa.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐χλι‐ά‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοχλιάριο ουδέτερο

  1. (λόγιο, εργαλείο) τεχνικό, χειρουργικό ή ειδικό εργαλείο με σχήμα κουταλιού
  2. (λόγιο, παρωχημένο) κουτάλι, κουταλάκι → δείτε μεσαιωνικό κοχλιάριον
    ※  […] εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά […] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κοχλίας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία