πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοχλιάριο τα κοχλιάρια
      γενική του κοχλιαρίου
& κοχλιάριου
των κοχλιαρίων
    αιτιατική το κοχλιάριο τα κοχλιάρια
     κλητική κοχλιάριο κοχλιάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοχλιάριο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοχλιάριο ουδέτερο

  1. (λόγιο, εργαλείο) τεχνικό, χειρουργικό ή ειδικό εργαλείο με σχήμα κουταλιού
  2. (λόγιο, παρωχημένο) κουτάλι, κουταλάκι  δείτε μεσαιωνικό κοχλιάριον
      [] εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά [] (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κοχλίας

Μεταφράσεις

επεξεργασία