Ετυμολογία

επεξεργασία
χουλιάριν < *χουλιάρ(ιον) + -ιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοχλιάριον με αφομοίωση [k][x] > [x][x] και τροπή [o] > [u] < αρχαία ελληνική κόχλος → δείτε και κοχλιάριον & χουλιάρι[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χουλιάριν ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία