Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χουλιαράκι τα χουλιαράκια
      γενική
    αιτιατική το χουλιαράκι τα χουλιαράκια
     κλητική χουλιαράκι χουλιαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουλιαράκι < χουλιάρι (ελληνιστική κοινή) κοχλιάριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χουλιαράκι ουδέτερο

  • (κουζινικά) υποκοριστικό του χουλιάρι, το μικρό κουτάλι, το κουταλάκι του γλυκού
    ※  Ωστόσο η θειάκω Τσέπω έκαμε τη δουλειά της . "Ό,τι αρρώστια νάχε ο άλλος , έτρεχε αυτή με το χουλιαράκι της τον πότιζε τρείς βολές και του διάβαινε (Κατίνα Γ. Παπά, Στη Συκαμιά από κάτω, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1983, σελ. 30)

  Μεταφράσεις επεξεργασία