↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζερβοκουτάλα οι ζερβοκουτάλες
      γενική της ζερβοκουτάλας
    αιτιατική τη ζερβοκουτάλα τις ζερβοκουτάλες
     κλητική ζερβοκουτάλα ζερβοκουτάλες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζερβοκουτάλα < ζερβός + κουτάλα (αυτός που κρατάει το κουτάλι με το αριστερό χέρι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζερβοκουτάλα θηλυκό και ζερβοκουτάλας αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία