Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζερβοκουτάλας < ζερβός + κουτάλα (αυτός που κρατάει το κουτάλι με το αριστερό χέρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζερβοκουτάλας αρσενικό και ζερβοκουτάλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία