Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
scoop scoops

scoop (en)

ενεστώτας scoop
γ΄ ενικό ενεστώτα scoops
αόριστος scooped
παθητική μετοχή scooped
ενεργητική μετοχή scooping

scoop (en)

  1. βγάζω μερίδα/μπάλα παγωτού με το ειδικό κουτάλι
  2. βγάζω πρώτος είδηση
    ⮡  We have scooped our rivals!
    Βγάλαμε την είδηση πριν τους ανταγωνιστές μας!
    ⮡  We've been scooped!
    Έβγαλαν άλλοι πρώτοι την είδηση/Έβγαλαν άλλοι την είδηση πριν από μας!



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

scoop (fr) αρσενικό