Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
scoop
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ουσιαστικό
2
Αγγλικά (en)
2.1
Ουσιαστικό
2.2
Ρήμα
Γαλλικά (fr)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
scoop
(fr)
αρσενικό
το
λαβράκι
Αγγλικά (en)
Επεξεργασία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
scoop
(en)
κουτάλι
παγωτού
που βγάζει μπάλες/μερίδες
Ρήμα
Επεξεργασία
scoop
(en)
βγάζω μερίδα/μπάλα
παγωτού
με το ειδικό κουτάλι
βγάζω πρώτος
είδηση
We have
scooped
our rivals!
Βγάλαμε την είδηση πριν τους ανταγωνιστές μας!
We've been [have been]
scooped
!
Έβγαλαν άλλοι πρώτοι την είδηση! Έβγαλαν άλλοι την είδηση πριν από μας!