κορύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορύνη | οι | κορύνες |
γενική | της | κορύνης | των | κορυνών |
αιτιατική | την | κορύνη | τις | κορύνες |
κλητική | κορύνη | κορύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορύνη < αρχαία ελληνική κορύνη < κόρυς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορύνη θηλυκό
- ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου
- γυμναστικό όργανο, η κορύνα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κορύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακορύνη θηλυκό
- πολεμικό ή κυνηγετικό ρόπαλο με μία πλευρά ενισχυμένη
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κορύνα (δωρικός, αιολικός τύπος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κορύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κορύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.