Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορύνα οι κορύνες
      γενική της κορύνας των κορύνων
    αιτιατική την κορύνα τις κορύνες
     κλητική κορύνα κορύνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορύνα < αρχαία ελληνική κορύνη < κόρυς
 
Αθλήτρια με κορύνες.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορύνα θηλυκό

  1. όργανο της ρυθμικής γυμναστικής
  2. αντικείμενο του μπόουλινγκ
  3. όργανο και αγώνισμα στίβου στους Παραολυμπιακούς Αγώνες

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία