κορίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κορίνα | οι | κορίνες |
γενική | της | κορίνας | των | κορίνων |
αιτιατική | την | κορίνα | τις | κορίνες |
κλητική | κορίνα | κορίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορίνα θηλυκό