Δείτε επίσης: Κόρυνθος, Κόρινθος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόρυνθος οἱ κόρυνθοι
      γενική τοῦ κορύνθου τῶν κορύνθων
      δοτική τῷ κορύνθ τοῖς κορύνθοις
    αιτιατική τὸν κόρυνθον τοὺς κορύνθους
     κλητική ! κόρυνθε κόρυνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορύνθω
γεν-δοτ τοῖν  κορύνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόρυνθος < κόρυς (περικεφαλαία) + -υνθ [1] < -υθ + -ος[2] με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου -ν-[3] → δείτε και τους όρους Ζάκυνθος, Ὑάκινθος, -ινθος και Κόρινθος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρυνθος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κατά τον Ησύχιο) είδος ζυμαρικού ή τούρτας
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
    <κορυνθεύς>
    κόφινος, κάλαθος. ἀλεκτρυών
    <κόρυνθος>
    μάζης ψωμός
  2. (ως κύριο όνομα) → δείτε Κόρυνθος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert (2007) Pre-Greek: The Pre-Greek Loans in Greek. Third version. pdf, σελ.38.
  2. Λίντελ-Σκοτ - κορυνθεύς (Ελληνικό Μονογλωσσικό) ανακτήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2024
  3. s.v. κορυνθεύς - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.