Δείτε επίσης: Ψώμος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψωμός < ψώω και ψάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψωμός αρσενικό

  • η μπουκιά ψωμιού αλλά και κρέατος και γενικά φαγητού