Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψώω < εκτεταμένος και παράλληλος τύπος του ψάω, κυριως ποιητικός

  Ρήμα επεξεργασία

ψώω
  1. τρίβω, κοπανάω, αλέθω, λειαίνω
  2. τεμαχίζω σε μικρά κομμάτια


Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη ψάω