Δείτε επίσης: κόρυνθος, Κόρινθος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κόρυνθος οἱ Κόρυνθοι
      γενική τοῦ Κορύνθου τῶν Κορύνθων
      δοτική τῷ Κορύνθ τοῖς Κορύνθοις
    αιτιατική τὸν Κόρυνθον τοὺς Κορύνθους
     κλητική ! Κόρυνθε Κόρυνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κορύνθω
γεν-δοτ τοῖν  Κορύνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόρυνθος < → δείτε τη λέξη κόρυνθος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόρυνθος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία