Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκορυφώνω < (ελληνιστική κοινήἀποκορυφόω / ἀποκορυφῶ

αποκορυφώνω (παθητική φωνή: αποκορυφώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία