αποκορυφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκορυφώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποκορυφόω / ἀποκορυφῶ
Ρήμα
επεξεργασίααποκορυφώνω (παθητική φωνή: αποκορυφώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποκορύφωμα
- αποκορυφωμένος
- αποκορύφωση
- αποκορυφωτικός
- → δείτε τις λέξεις από και κορυφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκορυφώνω | αποκορύφωνα | θα αποκορυφώνω | να αποκορυφώνω | αποκορυφώνοντας | |
β' ενικ. | αποκορυφώνεις | αποκορύφωνες | θα αποκορυφώνεις | να αποκορυφώνεις | αποκορύφωνε | |
γ' ενικ. | αποκορυφώνει | αποκορύφωνε | θα αποκορυφώνει | να αποκορυφώνει | ||
α' πληθ. | αποκορυφώνουμε | αποκορυφώναμε | θα αποκορυφώνουμε | να αποκορυφώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκορυφώνετε | αποκορυφώνατε | θα αποκορυφώνετε | να αποκορυφώνετε | αποκορυφώνετε | |
γ' πληθ. | αποκορυφώνουν(ε) | αποκορύφωναν αποκορυφώναν(ε) |
θα αποκορυφώνουν(ε) | να αποκορυφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκορύφωσα | θα αποκορυφώσω | να αποκορυφώσω | αποκορυφώσει | ||
β' ενικ. | αποκορύφωσες | θα αποκορυφώσεις | να αποκορυφώσεις | αποκορύφωσε | ||
γ' ενικ. | αποκορύφωσε | θα αποκορυφώσει | να αποκορυφώσει | |||
α' πληθ. | αποκορυφώσαμε | θα αποκορυφώσουμε | να αποκορυφώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκορυφώσατε | θα αποκορυφώσετε | να αποκορυφώσετε | αποκορυφώστε | ||
γ' πληθ. | αποκορύφωσαν αποκορυφώσαν(ε) |
θα αποκορυφώσουν(ε) | να αποκορυφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκορυφώσει | είχα αποκορυφώσει | θα έχω αποκορυφώσει | να έχω αποκορυφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκορυφώσει | είχες αποκορυφώσει | θα έχεις αποκορυφώσει | να έχεις αποκορυφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκορυφώσει | είχε αποκορυφώσει | θα έχει αποκορυφώσει | να έχει αποκορυφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκορυφώσει | είχαμε αποκορυφώσει | θα έχουμε αποκορυφώσει | να έχουμε αποκορυφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκορυφώσει | είχατε αποκορυφώσει | θα έχετε αποκορυφώσει | να έχετε αποκορυφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκορυφώσει | είχαν αποκορυφώσει | θα έχουν αποκορυφώσει | να έχουν αποκορυφώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκορυφώνω
|